- φοινικέλαιο
- τολάδι που βγαίνει από τον καρπό του φυτού ελαιοφοίνικας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φοινικέλαιο — το, Ν (βοτ. βιομ. τροφ. τεχνολ.) α) φυτικό έλαιο που λαμβάνεται από τους καρπούς τού ελαιοφοίνικα και το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως στη σαπωνοποιία β) το έλαιο που λαμβάνεται από τους καρπούς τού κοκοφοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) «είδος… … Dictionary of Greek
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek
ελαΐς — και ελαΐδα (Α ἐλαΐς) νεοελλ. βοτ. γένος φοινίκων τών τροπικών περιοχών από τον καρπό τών οποίων παράγεται το φοινικέλαιο αρχ. 1. ελαιόδενδρο 2. (κατά τον Ησύχ.) «αἰγίλωψ»* … Dictionary of Greek
τσαγκός — Νησιά του Ινδικού ωκεανού, στα νότια των Μαλδίβων. Πολιτικά ανήκουν στη Μεγάλη Βρετανία μαζί με πολλά άλλα μικρά νησιά που βρίσκονται κοντά στις αφρικανικές ακτές. Πρόκειται για κοραλλιογενείς σχηματισμούς πάνω στην υφαλοκρηπίδα των Μαλδίβων. Τα… … Dictionary of Greek
φοινικόλαδο — το, Ν το φοινικέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) «είδος δένδρου» + λάδι] … Dictionary of Greek
φοινικόλιπος — το, Ν το φοινικέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) «είδος δένδρου» + λίπος] … Dictionary of Greek
ααβόρα — Είδος υψηλόκορμου φοίνικα, γνωστό και με το επιστημονικό όνομα ελαΐς η Γουινέα. Δέντρο ιθαγενές της Γουινέας. Ευδοκιμεί σε πολλές θερμές χώρες. Από τους μεγάλους κίτρινους καρπούς του εξάγεται εκλεκτό φοινικέλαιο, που χρησιμοποιείται στη… … Dictionary of Greek
απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… … Dictionary of Greek
Βόρνεο — (ινδον. Kalimantan). Νησί (743.330 τ. χλμ., 16.137.216 κάτ. το 2000) του συμπλέγματος της Σούνδης στη νότια Ασία, το μεγαλύτερο του αρχιπελάγους και τρίτο μεγαλύτερο του κόσμου, μετά τη Γροιλανδία και τη Νέα Γουινέα. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο… … Dictionary of Greek
Γκαμπόν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκαμπόν Έκταση: 267.667 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.308.500 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Λιμπρεβίλ (541.000 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Ισημερινή Γουινέα και το Καμερούν, Α και Ν με τη… … Dictionary of Greek